- θάττων
- θάττων / θάσσων, ον gen. ονος быстрее, скорее (соmр.; ← ταχιων) superl. τάχιστα adv. как можно скорее
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
θάττων — θάσσω sit pres part act masc nom sg (attic) θά̱ττων , θάσσων masc/fem nom comp sg (attic) θά̱ττων , ταχύς swift masc/fem nom comp sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάσσων — θάσσων, νεώτ. αττ. τ. θάττων, ον (Α) (συγκρ. τού ταχύς) ταχύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ταχύς] … Dictionary of Greek
ταχύς — εία, ύ / ταχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, συγκριτ. ταχύτερος, η, ο, υπερθ. ταχύτατος, η, ο και τάχιστος, η, ο, Ν, και συγκριτ. ταχύτερος, έρα, ον και ταχίων, τάχιον, και θάσσον, θᾱσσον, και υπερθ. ταχύτατος, άτη, ον και τάχιστος, ίστη, ον, ΜΑ, και αττ. τ.… … Dictionary of Greek
ԱՐԱԳԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 0337 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 10c մ. ταχέως, θᾶττων cito, citius Արագ. արագ արագ. *Հասանելով ʼի վերայ արագապէս. Պիտ.: *Արագապէս մտառեալ լսէ. Նար. ՟Հ՟Ե: *Արագապէս խողխողեցայք: Արագապէս զոյգ ընդ բանին, եւ այլն. Շար.:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)